- ψύχω
- (I)Α1. πνέω, φυσώ2. στεγνώνω, ξηραίνω3. (ειδικά) εκθέτω κάτι στον αέρα για να στεγνώσει.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ψυχή].————————(II)ΝΜΑ, και μτγν. τ. ψύγω ΜΑκαθιστώ κάτι ψυχρό, καταψύχω («ὥστε θερμαίνειν τ' ἐὰν βούλωμαι καὶ ψύχειν», Πλάτ.)αρχ.1. δροσίζω2. (για τον θάνατο) παγώνω, νεκρώνω («ψύξει σε δαίμων τῷ πεπρωμένῳ χρόνῳ», Άλεξ.)3. βασανίζω, ταλαιπωρώ («ψύχειν ψυχάν», Αισχύλ.)4. (αμτβ.) αναζητώ δροσερό αέρα5. μέσ. ψύχομαια) (για φωτιά) σβήνωβ) (για αισθήματα) ψυχραίνομαι, ατονώγ) (αμτβ.) γίνομαι ψυχρός, ανούσιος.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση τού ρ. ψύχω «καθιστώ κάτι ψυχρό, παγώνω, δροσίζω» με την οικογένεια τών ψύχω «φυσώ, πνέω», ψυχή δεν θεωρείται πιθανή. Στην οικογένεια τού ρ. ψύχω ανήκουν επίσης το σιγμόληκτο ουδ. ψῦχος και το επίθ. ψυχ-ρός].
Dictionary of Greek. 2013.